Ξ, ξ

Ξ, ξ
(αρχαία ελληνικά ξει, ξι, ξυ). Το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από τα σημιτικά , , , , , , , που παρίσταναν το συριστικό φθογγο samech (πιθανή σημασία πάσσαλος, στύλος). Στα παλιότερα νοτιοελληνικά αλφάβητα Κρήτης, Μήλου, θήρας δεν υπήβχε ξ και στη θέση του έγραφαν κσ. Στα ανατολικά αλφάβητα ο φθόγγος ξ παριστάνεται αλλού με χσ (και hσ) (Κυκλάδες, Αττική, Σαλαμίνα, Αίγινα) και αλλού κανονικά με ξ (Μ. Ασία, Αμοργός, Αργος, Σικυών, Φλιούς, Κόρινθος Μέγαρα, Αχαΐα). Αντίθετα, στα δυτικά ελληνικά αλφάβητα (μη ανατολικά αλφάβητα ηπειρωτικής Ελλάδας, Εύβοιας και αποικιών κλπ.) καθώς και στα ιταλικά αλφάβητα, ο φθόγγος ξ παριστάνεται με το γράμμα X. Από το λατινικό αλφάβητο προέρχεται το X (=ξ) των νεότερων ευρωπαϊκών γλωσσών. Το ξ επικράτησε σε όλη την Ελλάδα μετά την εισαγωγή του ιωνικού αλφαβήτου στην Αθήνα (403 π.Χ.) και ονομάστηκε ξει, κατά το πει, ενώ η ελληνική απόδοση του samech, σίγμα, χρησίμευσε ως ονομασία του σ. Ποικίλες ήταν οι παραστάσεις του ξ στις διάφορες ελληνικές περιοχές:  (Κέα, Κέρυρα),  (Κόρινθος, Ιωνία, Αρκαδία, Συρακούσαι),  (Αμοργός, Δ. Αργολίς, Βοιωτία), +, x (Χαλκίδα, Κύμη, Λοκρίδα, Φωκίδα, Λακωνία, Α. Αργολίδα). Στην Παμφυλία, γραφόταν ως , ενώ ο τύπος Ξ απαντά στη Xio, Αρκαδία κ.α. Το ξ παράγεται με τη συνεκφώνηση δύο φθόγγων, του κ. και του σ, και κατατάσσεται μαζί με τα ψ, ζ, στα διπλά σύμφωνα. Το αρχαίο ελληνικό ξ αντικατέστησε τα συμπλέγματα κσ, γσ, χσ (Κς, gs, khs): φύλακ-σι, πτέρυγ-σι, όνυχ-σι > φύλαξι, πτέρυξι, όνυξι. Το σύμπλεγμα κσ όμως διατηρήθηκε σε λέξεις σύνθετες με την πρόθεση εκ = εκστρατεία. Στην αιολική και στην αττική διάλεκτο το ξ εναλλάσσεται μερικές φορές με τα κ και σ: κοινός-ξυνός, συν-ξυν. Επίσης οι λεγόμενοι δωρικοί μέλλοντες και αόριστοι παρέχουν πολλές φορές ξ αντί σ: κλαξώ, παίξαι, -κλήσω, παίσαι. Σε μερικές λέξεις, όπως δισσός, τρισσός, το ξ εναλλάσσεται με τα σσ, ττ. Στις περισσότερες διαλέκτους το ξ της πρόθεσης εξ έχασε το δεύτερο στοιχείο του, αν ακολουθούσε σύμφωνο, και έμεινε απλό κ: εκπέμπω, εκ τούτου, ενώ διατηρήθηκε αναλλοίωτο πριν από φωνήεν: εξέρχομαι, εξ αυτών. Στις διαλέκτους όμως Κρήτης, Βοιωτίας, Αρκαδίας κ.ά., έχασε το πρώτο στοιχείο του και έτσι η πρόθεση κατάληξε σε ες: εσδοτήρες, εσδέλλοντες = εκδοτήρες, εκβάλλοντες (Αρκαδία). Στη νέα ελληνική γλώσσα τα μόρια ξ-ξε-, προερχόμενα από την πρόθεση εξ χρησιμοποιούνται με πολλές σημασίες: επιτατική (ξαλαφρώνω, ξεπουλώ), στερητική (ξαγκιστρώνω, ξεβάφω), με την έννοια του περνώ (ξεχειμωνιάζω) κλπ. Επίσης κατά τους πολλούς αορίστους σε -ξα (έπαιξα, έτρεξα), η κατάληξη -σα στον αόριστο πολλών ρημάτων έγινε -ξα: πέταξα, τράβηξα, πήδηξα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”